- πολύκερων
- πολύκερωςmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύκερως — ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει πολλά κέρατα 2. φρ. «πολύκερως φόνος» φόνος πολλών κερασφόρων ζώων («ἔνθ ἐσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον κύκλῳ ῥαχίζων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κερως (< κέρας*), πρβλ. μεγαλό κερως] … Dictionary of Greek